τιμάριο(ν)

τιμάριο(ν)
τό
1) ист. тимар, феодальное владение; 2) перен. владение, вотчина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τιμάριο(ν)" в других словарях:

  • τιμάριο — το 1. τσιφλίκι, φέουδο. 2. ό,τι εκμεταλλεύεται κανείς αυθαίρετα: Έκανε το υπουργείο τιμάριό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμάριο — το / τιμάριον, ΝΜ (στη Δύση) φέουδο νεοελλ. 1. (στην Ανατολή και ειδικότερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) εκτεταμένη αγροτική περιοχή που παραχωρούσε ο ηγεμόνας σε στρατιωτικό αξιωματούχο, ο οποίος, καρπούμενος τα έσοδα, αναλάμβανε την υποχρέωση… …   Dictionary of Greek

  • προνοιάζω — Μ (στο Βυζάντιο) 1. παραχωρώ σε κάποιον πρόνοια, τιμάριο («τὸν Μισέρ Ὄτον ντε Ντουρνᾱ ἐπρονοίασεν ὡσαύτως / νὰ ἔχῃ τὰ Καλάβρυτα», Χρον. Μoρ.) 2. παθ. προνοιάζομαι ορίζομαι προνοιάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόνοια «τιμάριο, φέουδο»] …   Dictionary of Greek

  • φίε — τὸ, Μ άκλ. τιμάριο, φέουδο («εἶχε εἰκοσιτέσσαρα καθαλλαρίων τὰ φίε», Χρον. Μορ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fief «κτήμα, τιμάριο» (< φραγκικό fehu)] …   Dictionary of Greek

  • βαρόνος — Τίτλος ευγενείας. Ο όρος προήλθε από την κελτική ή γερμανική λέξη baro, που σημαίνει άνθρωπος. Στα φιλολογικά κείμενα και τα ποιητικά έργα του 12ου και 13ου αι., ο τίτλος υπάρχει και αποδίδεται στους ανδρείους, τους ισχυρούς, τους άγιους και στον …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • δουκάτο — Περιοχή ή χώρα που διοικείται από δούκα. Αρχικά ο δούκας ήταν στρατιωτικός ηγέτης και δεν είχε οργανική σχέση με την περιοχή που διοικούσε. Ο όρος δ. εμφανίστηκε στις αρχές του 7ου αι. για να χαρακτηρίσει τη μεγάλη εδαφική περιοχή που κατείχε ο… …   Dictionary of Greek

  • κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… …   Dictionary of Greek

  • κουμμενταρία — η τιμάριο που παραχωρείται από τον πάπα στους εκκλησιαστικούς οι οποίοι έχουν κοσμική δικαιοδοσία πάνω στα ωφελήματα που προέρχονται από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. commanderie] …   Dictionary of Greek

  • τιμαριούχος — ο, Ν ιδιοκτήτης τιμαρίου, τσιφλικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριο(ν) + ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωΐδη] …   Dictionary of Greek

  • τιμαριωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τιμάριο («τιμαριωτικό σύστημα» ο τιμαριωτισμός). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»